- στιγματοφόρος
- στιγ-μᾰτοφόρος, ον,A bearing tattoo-marks, Polyaen.1.24; cf. στιγματηφορέω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιγματοφόρος — bearing tattoo marks masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγματοφόρος — και στιγματηφόρος, ον, Α αυτός που έχει ή φέρει στίγματα, στιγματίας, σημαδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίγμα, ατος + φόρος*] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
στιγματηφόρος — ον, Α βλ. στιγματοφόρος … Dictionary of Greek